νήπιος

νήπιος
-α, -ο (ΑΜ νήπιος, -ία, -ον, Α και νήπιος, -ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, -ον, Μ ουδ. και νήφιο)
1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν)
α) παιδί νηπιακής ηλικίας
β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος
γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ οἶδε κατὰ φρένα», Ομ. Ιλ.)
2. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) άπειρος σε κάτι αμαθής
β) ανόητος, απερίσκεπτος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. (με περιλπτ. σημ.) α) το σύνολο τών μικρών παιδιών μιας οικογένειας ή ομάδας
β) το σύνολο τών μελών μιας οικογένειας
αρχ.
1. (για λόγια) μωρός, ανόητος («νήπια βάζεις», Πίνδ.)
2. ασθενικός, ανίσχυρος
3. αυτός που δεν προνοεί για το μέλλον
4. αυτός που εισέρχεται για πρώτη φορά στα μυστήρια τής χριστιανικής ζωής
5. διστακτικός, αναποφάσιστος
6. φρ. α) «νήπια τέκνα» ή απλώς «νήπια»
i) τα νεογνά τών ζώων («ἔνθα δ' ἔσαν στρουθοῑο νεοσσοί, νήπια τέκνα», Ομ. Ιλ.)
ii) (για φυτά) νέο βλάστημα, νέα φύτρα
β) «εκ νηπίου» ή «εκ νηπίων» — από τη νηπιακή ηλικία
γ) «αἱ τῶν νηπίων ἐκλάμψεις» — η πρόωρη ανάπτυξη τών παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < στερ. πρόθημα νη-* + (F)ἔπος «λόγος» δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, καθώς μία τέτοια ετυμολ. τής λ. θα προϋπέθετε τη σημ. «αυτός που δεν ξέρει να μιλήσει», που παραδίδεται μόνο από τον Ησύχιο: «νηπύτιον
νήπιον, ἄφωνον». Επίσης, η σύνδεση τής λ. με το ρ. ἠπύω «φωνάζω, προσκαλώ» (πρβλ. νηπύτιος) δεν φαίνεται πειστική, καθώς προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες σχετικές με την ικανότητα τού παιδιού να μιλήσει ή να φωνάξει κατά τη νηπιακή ηλικία. Εξίσου αβέβαιες θεωρούνται η σύνδεση τής λ. με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος «ἀνηπελίη
ἀσθένεια» ή η ανάλυσή της στο στερ. πρόθημα νη-* + ήπιος ή στο στερ. πρόθημα νη-* + *ἄπιος (πρβλ. λατ. apiscor «επιτυγχάνω»).
ΠΑΡ. νηπιάζω, νηπιώδης
αρχ.
νηπίαρχος, νηπιέη, νηπιεύομαι, νηπύτιος
αρχ.-μσν.
νηπιότης
μσν.
νηπιόεις
μσν.- νεοελλ.
νηπιόθεν
νεοελλ.
νηπιακός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νηπιοκτόνος
αρχ.
νηπιοτροφώ, νηπιόφρων
αρχ.-μσν.
νηπιοπρεπής
μσν.
νηπιόβουλος, νηπιοδύναμος, νηπιόλεκτος, νηπιοφανής
νεοελλ.
νηπιαγωγός, νηπιοβάπτισμα, νηπιοβαπτισμός, νηπιοκόμος, νυπιολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νήπιος — infant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρεχθὲν δέ τε νήπιος ἔγνω. — См. Русский человек задним умом крепок …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • νηπιώτερον — νήπιος infant adverbial comp νήπιος infant masc acc comp sg νήπιος infant neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιωτέρων — νήπιος infant fem gen comp pl νήπιος infant masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπίω — νήπιος infant masc/neut nom/voc/acc dual νήπιος infant masc/neut gen sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπίων — νήπιος infant fem gen pl νήπιος infant masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπίως — νήπιος infant adverbial νήπιος infant masc acc pl (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήπιον — νήπιος infant masc acc sg νήπιος infant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιωτάτοισιν — νήπιος infant masc/neut dat superl pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιωτέρους — νήπιος infant masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”